- συγχρονίζω
- ΝΜΑ [σύγχρονος]νεοελλ.(μτβ.)1. επιτυγχάνω τη χρονική σύμπτωση ενεργειών, κινήσεων ή καταστάσεων («οι χορευτές προσπαθούν να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους»)2. προσαρμόζω κάτι στη σύγχρονη κατάσταση, στις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονίζω3. (μηχανολ.) αποκαθιστώ τη χρονική σύμπτωση μεταξύ τών κινήσεων δύο μηχανών4. (ραδιοτεχν.) ρυθμίζω ομάδα πομπών οι οποίοι συμμετέχουν στο ίδιο δίκτυο ώστε οι συχνότητες και οι φάσεις τους να καταστούν ταυτόσημες5. (ηλεκτρον.) εξασφαλίζω τη χρονική σύμπτωση μεταξύ τής ανάλυσης τής τηλεοπτικής εικόνας κατά την εκπομπή και τής ανασύνθεσης κατά τη λήψη6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συγχρονισμένος, -η, -οαυτός που είναι προσαρμοσμένος στις σύγχρονες αντιλήψειςμσν.-αρχ.1. είμαι σύγχρονος κάποιου2. αστρον. ανατέλλω συγχρόνως με κάποιον άλλο3. χρειάζομαι τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο προκειμένου να παρασκευάσω ένα μίγμα4. παθ. συγχρονίζομαισταθμεύω, παραμένω σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Dictionary of Greek. 2013.